3 Νοεμβρίου 2025

Κατηγορία:

Facebook
LinkedIn
X
Pinterest
Reddit
Threads
Email
Print

Η έναρξη της ψυχαναλυτικής πρακτικής

Θεωρία, πλαίσιο και η γένεση του αναλυτικού εαυτού

Ματρώνη Τζατζαδάκη, Ψυχολόγος, Ψυχοθεραπεύτρια –Ειδικευόμενη στην Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία

Η πρώτη είσοδος στην ψυχαναλυτική πρακτική είναι μια εμπειρία μεταβατική, σχεδόν τελετουργική. Δεν σηματοδοτεί απλώς την έναρξη μιας επαγγελματικής διαδρομής, αλλά την απαρχή μιας βαθιάς μεταμόρφωσης του ίδιου του θεραπευτή. Μέσα σε αυτό το κατώφλι, ο αναλυτής αναδύεται όχι ως κάποιος που “γνωρίζει”, αλλά ως κάποιος που μαθαίνει να αντέχει το άγνωστο, να περιέχει, να σκέφτεται και να ονειρεύεται.

Η Allison Belger προτείνει μια συγκινητική μεταφορά: η θεωρία λειτουργεί ως «μητρικό περιβάλλον» για τον αρχόμενο ψυχοθεραπευτή, κατά τον τρόπο που η μητέρα συγκρατεί το βρέφος στα πρώτα του βήματα ύπαρξης. Στην αρχή, ο εκπαιδευόμενος θεραπευτής προσκολλάται στη θεωρία με σχεδόν συγχωνευτικό τρόπο. Η θεωρία παρέχει ασφάλεια, προσφέρει μια ψευδαίσθηση πληρότητας, έναν χώρο όπου μπορεί να καταφύγει όταν η αβεβαιότητα και η σύγχυση τον κατακλύζουν. Ωστόσο, όπως και στη φυσιολογική ανάπτυξη του βρέφους, αυτή η συγχώνευση δεν μπορεί να παραμείνει αιώνια. Με τον καιρό, η θεωρία παύει να είναι ένα εξωτερικό αντικείμενο και γίνεται εσωτερική λειτουργία, ένας εσωτερικευμένος τόπος παιχνιδιού και δημιουργίας. Ο θεραπευτής δεν “εφαρμόζει” πλέον τη θεωρία· τη ζει, τη μεταμορφώνει, παίζει μαζί της, δημιουργεί μέσα από αυτήν. Στον βαθμό που αυτό το παιχνίδι είναι δυνατό, γεννιέται ο αυθεντικός αναλυτικός εαυτός.

Η έναρξη μιας ανάλυσης, όπως τονίζει ο Fred Busch, δεν είναι μια διοικητική διαδικασία αλλά η ίδια η εγκαθίδρυση της ψυχαναλυτικής μεθόδου. Το πλαίσιο που δημιουργείται στην αρχή —οι κανόνες, η σταθερότητα του χώρου και του χρόνου, η στάση του αναλυτή— είναι το πρώτο περιέχον περιβάλλον της σχέσης. Η ελεύθερη συνειρμική μέθοδος δεν αποτελεί απλώς τεχνική οδηγία, αλλά το ίδιο το πεδίο μέσα στο οποίο αρχίζει να αναπτύσσεται η αναλυτική σκέψη. Στην αρχή, ο ασθενής μαθαίνει να εμπιστεύεται τη ροή των συνειρμών του· ταυτόχρονα, ο αναλυτής μαθαίνει να εμπιστεύεται τη διαδικασία, να αντέχει τη σιωπή και το μη-γνωστό. Το πλαίσιο γίνεται ο κοινός τόπος όπου και οι δύο μπορούν να υπάρξουν δημιουργικά — ένας χώρος δυνητικός, όπως θα έλεγε ο Winnicott.

Αλλά η αρχή μιας ψυχαναλυτικής σχέσης δεν είναι μόνο ζήτημα πλαισίου. Είναι και μια στιγμή βαθιάς διαγνωστικής σκέψης. Ο Leon Saul περιγράφει τη διαγνωστική συνέντευξη όχι ως τεστ ή συλλογή δεδομένων, αλλά ως μια πρώτη ψυχαναλυτική διεργασία. Από την πρώτη κιόλας συνάντηση, ο θεραπευτής προσπαθεί να αφουγκραστεί τον εσωτερικό κόσμο του ασθενούς, να κατανοήσει πώς η ψυχική του δομή οργανώνει την εμπειρία και τη σχέση. Πίσω από τα λόγια, τις παύσεις και τις προβολές, αναζητάται ο δυναμικός πυρήνας, εκεί όπου το παρελθόν γίνεται παρόν μέσα από τη μεταβίβαση. Η ψυχαναλυτική διάγνωση είναι, λοιπόν, ήδη σχέση — ένας πρώτος διάλογος ανάμεσα σε δύο ασυνείδητα.

Σε αυτό το σημείο, η συμβολή του Otto Kernberg παραμένει θεμελιώδης. Η ψυχαναλυτική κατανόηση των επιπέδων οργάνωσης της προσωπικότητας βοηθά τον νέο θεραπευτή να διακρίνει ποια μορφή σχέσης είναι δυνατή, ποιο βαθμό ενοποίησης και ποια είδη άμυνας φέρει ο ασθενής. Αυτή η διαγνωστική ευαισθησία δεν είναι θεωρητικό βάρος, αλλά προστατευτικό πλέγμα: ένα πλαίσιο νοήματος μέσα στο οποίο ο αναλυτής μπορεί να κινηθεί με ασφάλεια χωρίς να εγκλωβίζεται στην παρόρμηση “να βοηθήσει”.

Η Gabbard και ο Ogden περιγράφουν τη διαμόρφωση του αναλυτή ως μια διαδικασία που δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Ο θεραπευτής ωριμάζει μέσα από την εμπειρία, μέσα από την ικανότητά του να “ονειρεύεται” τις συνεδρίες —να σκέφτεται πάνω τους, να τις μεταβολίζει, να επιτρέπει στον εαυτό του να μην ξέρει. Η αβεβαιότητα δεν είναι αποτυχία, αλλά προϋπόθεση δημιουργίας. Ο αναλυτής χρειάζεται στιγμές απομόνωσης, σιωπής, στοχασμού· χρειάζεται να “κοιμηθεί πάνω” στην εμπειρία για να μπορέσει να την αφομοιώσει. Εκεί, στην εσωτερική μοναξιά, ωριμάζει ο αναλυτικός εαυτός.

Ταυτόχρονα, η αντιμεταβίβαση γίνεται ο τόπος όπου ο θεραπευτής συναντά τον εαυτό του. Ο “πειρασμός” της αυτοαποκάλυψης, που συχνά εμφανίζεται στους εκπαιδευόμενους θεραπευτές, είναι έκφραση αυτής της εσωτερικής σύγκρουσης. Θέλουμε να είμαστε αυθεντικοί, να σχετιστούμε αληθινά, να βοηθήσουμε· αλλά αν η αυτοαποκάλυψη υπηρετεί τη δική μας ανάγκη ανακούφισης ή επιβεβαίωσης, χάνει τον θεραπευτικό της χαρακτήρα. Η εποπτεία αποτελεί τον κατεξοχήν χώρο όπου ο θεραπευτής μπορεί να σκεφτεί τα δικά του συναισθήματα, να τα περιέξει αντί να τα δράσει. Μέσα από την εποπτεία, μαθαίνει να κάνει ψυχική εργασία με το υλικό του ασθενούς και το δικό του —να περιέχει χωρίς να πνίγεται, να εμπλέκεται χωρίς να χάνεται.

Η έναρξη της ψυχαναλυτικής πρακτικής είναι, επομένως, ένα διπλό ξεκίνημα: του θεραπευόμενου και του θεραπευτή. Ο πρώτος αρχίζει να μιλά, ο δεύτερος αρχίζει να ακούει — και οι δύο μαθαίνουν να αντέχουν την αβεβαιότητα και να εμπιστεύονται τη διαδικασία. Η θεωρία λειτουργεί ως εσωτερική μητέρα που κρατά, το πλαίσιο ως εξωτερικός πατέρας που οριοθετεί, και ανάμεσά τους αναπτύσσεται ένας ενδιάμεσος χώρος όπου κάτι νέο μπορεί να γεννηθεί. Εκεί, ο θεραπευτής δεν είναι πια μαθητής ούτε αυθεντία, αλλά σύντροφος στην εξερεύνηση του ασυνειδήτου. Κάθε νέα ανάλυση τον ξαναγεννά, του υπενθυμίζει τα όρια και τη δύναμή του, την ανάγκη να παραμένει σε επαφή με το ζωντανό, αβέβαιο κομμάτι της σκέψης.

Η ψυχαναλυτική εκπαίδευση, όσο απαιτητική κι αν είναι, δεν τελειώνει ποτέ. Κάθε ασθενής, κάθε έναρξη, κάθε συνεδρία επαναφέρει τον αναλυτή στην αρχή — εκεί όπου η θεωρία και η εμπειρία πρέπει ξανά να συμφιλιωθούν, να δημιουργήσουν νόημα μέσα από τη συνάντηση. Και ίσως εκεί να βρίσκεται η ουσία της ψυχαναλυτικής πράξης: όχι στο να γνωρίζουμε, αλλά στο να μπορούμε να αντέχουμε να μη γνωρίζουμε· όχι στο να θεραπεύουμε, αλλά στο να παραμένουμε ανοιχτοί στη δυνατότητα της μεταμόρφωσης, του ασθενούς και του εαυτού μας μαζί.

Καλάθι αγορών
Κύλιση στην κορυφή