του Σταύρου Κεβόπουλου, ψυχολόγου
Επιστημονικά Υπεύθυνου της Άερτον
Είναι γνωστό ότι το βρέφος γεννιέται σε αντίξοες συνθήκες. Έρχεται αντιμέτωπο με το αίσθημα της πείνας, με την αίσθηση της βαρύτητας, του κενού, κρυώνει και έχει την αίσθηση του κατακερματισμού. Όλα αυτά χωρίς να έχει την δυνατότητα να τα ρηματοποιήσει.
Προκαλείται έτσι στο βρέφος ένα αίσθημα έντονης δυσφορίας και μέγιστης οργής. Αυτό το δυσάρεστο αίσθημα καλείται η αγκαλιά της μητέρας να το εμπεριέξει. Με την αγκαλιά της η μητέρα προσπαθεί να απορροφήσει την οργή του βρέφους και να του δώσει την αίσθηση ότι υπάρχει. Θέλει να το βοηθήσει να προσαρμοστεί στο περιβάλλον ( το γεμάτο στερήσεις) σιγά – σιγά και από λίγο. Σε διαφορετική περίπτωση στο βρέφος θα αυξηθεί η οργή – μίσος του, ένα αίσθημα που θα το ακολουθεί και στην μετέπειτα ζωή του.
Στα πλαίσια αυτής της πραγματικότητας γίνεται φανερό ότι το μίσος είναι το αρχαιότερο συναίσθημα που βιώνει το υποκείμενο. Το υποκείμενο αντιλαμβάνεται την ύπαρξη του μέσα από το αντικείμενο. Ξέρουμε ότι το αντικείμενο αναγνωρίζεται μέσα από το μίσος, οπότε αυτό το συναίσθημα είναι που βιώνεται πρώτο από το υποκείμενο. Με άλλα λόγια η απουσία της μητέρας ανοίγει το δρόμο για την ψυχική αναπαράσταση της στο βρέφος, ενώ ταυτόχρονα αισθάνεται μίσος για αυτήν εξαιτίας της εγκατάλειψης του.
Το μίσος δικαιούται έτσι τον τίτλο του πρωτότοκου συναισθήματος. Υπό αυτήν την οπτική γωνία γίνεται κατανοητό πόση δύναμη περικλείει το μίσος αλλά και πόσο οικείο είναι για το υποκείμενο ως συναίσθημα, αφού είναι πρώτο στο μητρώο του Ψυχικού Ληξιαρχείου.
Παρόλα αυτά στην ενήλικη ζωή το μίσος – και παρά την δύναμη με την οποία εκπορεύεται από το ψυχικό όργανο – δεν εκφράζεται συχνά, θεωρούμενο λανθασμένα ως ένα συναίσθημα μη αποδεκτό από την πολιτισμένη καθημερινότητα.
Βέβαια, ο Φρόυντ μας έχει πει ότι « τα ανέκφραστα συναισθήματα δεν πεθαίνουν. Θάβονται ζωντανά και είναι θέμα χρόνου να εκδηλωθούν, με τρόπο δυσάρεστο». Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, το μίσος, το αρχαιότερο συναίσθημα με την μεγαλύτερη σφοδρότητα είναι δύσκολο να παραμένει για πολύ θαμμένο ζωντανό. Γρήγορα βρίσκει τον τρόπο να εκδηλωθεί με τρόπο δυσάρεστο και καθώς είναι δύσκολο να ρηματοποιηθεί, η οδός που επιλέγει να εκφορτιστεί είναι το πέρασμα στην πράξη.
Το υποκείμενο ενεργεί παρορμητικά, συνήθως σε πράξεις που βαίνουν εναντίον της ύπαρξης του, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το γιατί.
Στην αναλυτική συνεδρία ο Α περιγράφει μια σκηνή με την εν διαστάσει σύζυγο του. Πρόκειται για μία γυναίκα που επί σειρά ετών τον αντιμετωπίζει με έναν παθητικοεπιθετικό και άκρως χειριστικό τρόπο. Ο ίδιος βρίσκεται σε θεραπεία με ινσουλίνη, εξαιτίας και του βάρους που έχει. Την μισεί αλλά η υπερεγωτική του λειτουργία δεν του επιτρέπει να το βιώσει. Το μίσος είναι ένα συναίσθημα μη επιτρεπτό για αυτόν.
Όταν εκείνη προσπαθεί για άλλη μια φορά, να τον χειριστεί, με σκοπό να τον εκμεταλλευτεί οικονομικά, εκείνος αντί να εκφράσει το μίσος του με λόγια, κινείται αστραπιαία στο κουτί με τα γλυκά και τρώει δύο, χωρίς να το συνειδητοποιήσει. Λέει χαρακτηριστικά « ήμουν σαν υπνωτισμένος. Δεν κατάλαβα πότε βρέθηκα στα γλυκά παρά μόνο, όταν ήδη τα είχα φάει.».
Η σφοδρότητα με την οποία βιώνει το μίσος και η αδυναμία του να το ρηματοποιήσει, τον οδηγεί παρορμητικά σε μια πράξη εναντίον του εαυτού του. Για τον Α δεν είναι δυνατή η αναγνώριση του συναισθήματος του μίσους και λόγω του ισχυρού συναισθηματικού φορτίου που αισθάνεται – χωρίς να το αναγνωρίζει – κινείται αστραπιαία προς μια καταστροφική πράξη γι αυτόν, επιζητώντας την ψυχική εκφόρτιση.
Εν κατακλείδι, όπως συμβαίνει σε όλα τα συναισθήματα – αλλά ιδιαίτερα στο μίσος -, η ΜΗ δυνατότητα αναγνώρισης και έκφρασης του δημιουργεί ποικίλα προβλήματα στο υποκείμενο.
Στην αναλυτική εργασία είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε και να φέρνουμε στο φως τις υπόγειες διαδρομές του μίσους, προκειμένου να έρθουν στο συνειδητό και να μπορούν να ρηματοποιηθούν. Είναι μια διαδικασία που λειτουργεί πάντα υπέρ της ψυχικής οικονομίας του υποκειμένου.
Το μίσος -εν τέλει- εφόσον συνειδητοποιείται, είναι η πιο σύντομη ψυχική οδός για το αντικείμενο!